ἀποκερματίζω: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[ανταλλάσσω]] μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., [[ἀποκερματίζω]] τὸν βίον, [[δαπανώ]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[ανταλλάσσω]] μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., [[ἀποκερματίζω]] τὸν βίον, [[δαπανώ]], [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] μου, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκερμᾰτίζω:''' досл. разменивать на мелочи, перен. расходовать на пустяки, расточать (τὸν βίον Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A break into small pieces, Porph.Sent.37. 2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.
French (Bailly abrégé)
1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.
Spanish (DGE)
(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).
Greek Monotonic
ἀποκερμᾰτίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, ανταλλάσσω μεγαλύτερης αξίας νομίσματα με κέρματα μικρότερης αξίας· μεταφ., ἀποκερματίζω τὸν βίον, δαπανώ, κατασπαταλώ την περιουσία μου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκερμᾰτίζω: досл. разменивать на мелочи, перен. расходовать на пустяки, расточать (τὸν βίον Anth.).