ἀποστύφω: Difference between revisions

From LSJ

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[στύφω]], [[ζαρώνω]], [[συστέλλω]], λέγεται για το [[αποτέλεσμα]] των στυπτικών ή στυφών καρπών ή γεύσεων, δηλ. για την [[άμβλυνση]] της γεύσης, το [[μούδιασμα]] της γλώσσας, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποστύφω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[στύφω]], [[ζαρώνω]], [[συστέλλω]], λέγεται για το [[αποτέλεσμα]] των στυπτικών ή στυφών καρπών ή γεύσεων, δηλ. για την [[άμβλυνση]] της γεύσης, το [[μούδιασμα]] της γλώσσας, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστύφω:''' (ῡ) быть вяжущим (на вкус), стягивать (δριμέα ἀποστύφει Arst.; [[ἄχερδος]] ἀποστύφουσα φάρυγα Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστύφω Medium diacritics: ἀποστύφω Low diacritics: αποστύφω Capitals: ΑΠΟΣΤΥΦΩ
Transliteration A: apostýphō Transliteration B: apostyphō Transliteration C: apostyfo Beta Code: a)postu/fw

English (LSJ)

[ῡ],

   A draw up, contract, of the effect of astringents, δριμέα . . ὥστε ἀποστύφειν arist.Pr.863a18, cf. Thphr.CP2.8.1; χείλεα ἀ. screw them up,AP7.536 (Alc.):—Pass., pf., οὖρα δ' ἀπέστυπται are stopped, Nic.Th.433.    2 of preparing tissues for dyes, mordant, PHolm.9.14.    3 ἀποστύφων· τῇ φωνῆ σκληρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 328] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστύφω: [ῡ], συστέλλω, συσπῶ, στύφω, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν δριμέων, «στυφῶν», δριμέα..., ὥστε ἀποστύφειν Ἀριστ. Πρβλ. 1. 33, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ.2.8,1· χείλεα ἀποστύφειν Ἀνθ. Π. 7. 536: ― πρκμ. παθ., οὖρα δ’ ἀπέστυπται, «ἔστυψαν», δὲν ῥέουσι πλέον, Νικ. Θ. 433: πρβλ. Schäf. ἐν Γρηγορ. Κορίνθου σ. 42, ὅστις συγκρίνει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Γερμανικὴν abstumpfen.

French (Bailly abrégé)

1 resserrer, contracter;
2 émousser.
Étymologie: ἀπό, στύφω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
1 medic. estipticar, astringir δριμέα ... ὥστε ἀποστύφειν Arist.Pr.863a18, cf. Hp.Nat.Mul.90, Thphr.CP 2.8.1, Gal.11.155
crispar χείλεα AP 7.536 (Alc.)
en v. pas. de la orina sufrir astringencia, ser retenida οὖρα δ' ἀπέστυπται por los efectos de un veneno, Nic.Th.433.
2 tal vez estar ronco ἀποστύφων· τῇ φωνῇ σκληρός Hsch.
3 alquim. aplicar un mordiente mediante ácidos PHolm.49.

Greek Monolingual

ἀποστύφω (AM)
κάνω κάτι να στερέψει
αρχ.
1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό)
2. (-ομαι) παύω να ρέω, στερεύω.

Greek Monotonic

ἀποστύφω: [ῡ], μέλ. -ψω, στύφω, ζαρώνω, συστέλλω, λέγεται για το αποτέλεσμα των στυπτικών ή στυφών καρπών ή γεύσεων, δηλ. για την άμβλυνση της γεύσης, το μούδιασμα της γλώσσας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστύφω: (ῡ) быть вяжущим (на вкус), стягивать (δριμέα ἀποστύφει Arst.; ἄχερδος ἀποστύφουσα φάρυγα Anth.).