ἀποματαΐζω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποματᾰΐζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποματᾰΐζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] απρεπώς, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποματαΐζω:''' выпускать кишечные газы Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
French (Bailly abrégé)
euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.
Spanish (DGE)
peerse ὁ Ἄμασις ... ἐπάρας ἀπεματάϊσε Hdt.2.162, ἐπάρας τὸ σκέλος ἀπεματάϊσε Fauorin.Fr.15, cf. Tz.Comm.Ar.1.144.18.
Greek Monolingual
ἀποματαΐζω (Α) ματαΐζω
1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια
2. πέρδομαι.
Greek Monotonic
ἀποματᾰΐζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποματαΐζω: выпускать кишечные газы Her.