ἀποθύω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθύω:''' μέλ. -θύσω [ῡ], [[προσφέρω]] [[θυσία]] την οποία έχω υποσχεθεί στον θεό, [[εκπληρώνω]] [[τάμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποθύω:''' μέλ. -θύσω [ῡ], [[προσφέρω]] [[θυσία]] την οποία έχω υποσχεθεί στον θεό, [[εκπληρώνω]] [[τάμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθύω:''' приносить в жертву по обету (χιμαίρας Xen.; τῷ Ἡρακλεῖ τὴν δεκάτην Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθύω Medium diacritics: ἀποθύω Low diacritics: αποθύω Capitals: ΑΠΟΘΥΩ
Transliteration A: apothýō Transliteration B: apothyō Transliteration C: apothyo Beta Code: a)poqu/w

English (LSJ)

fut.

   A -θύσω IG4.951.45 (Epid.):—offer up as a votive sacrifice, χιμαίρας X.An.3.2.12; ἡγεμόσυνα 4.8.25; εὐχήν Diph.43.10; ἴατρα IGl. c.

German (Pape)

[Seite 304] abopfern, ein gelobtes Opfer darbringen, θυσίαν, δεκάτην, Xen. An. 3, 2, 12. 4. 8, 25; εὐχήν, sich durch Opfer eines Gelübdes entledigen, Diphil. bei Ath. VII, 492 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθύω: μέλλ. θύσω, προσφέρω θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· ἡγεμόσυνα αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10.

French (Bailly abrégé)

offrir en sacrifice, consacrer.
Étymologie: ἀπό, θύω.

Spanish (DGE)

hacer una ofrenda abs. κἄπειτ' ἀπέθυσας, ὦ πόνηρε παίδων Alc.306Ab24-25
ofrendar c. ac. χιμαίρας X.An.3.2.12, ἡγεμόσυνα X.An.4.8.25, τῶν ἑκατὸν ταλάντων τῷ θεῷ ἐν Δελφοῖς δεκάτην ἀποθῦσαι X.Ages.1.34, cf. SB 10075.69, Plu.2.862b, τὰ ἱερὰ ... ὑπὲρ τῶν πρυτάνεων IG 22.1749.72 (IV a.C.), cf. Artem.5.2, εὐχήν Diph.43.10, τὰ ἴατρα IG 42.121.45 (Epidauro IV a.C.).

Greek Monolingual

ἀποθύω (Α)
θυσιάζω.

Greek Monotonic

ἀποθύω: μέλ. -θύσω [ῡ], προσφέρω θυσία την οποία έχω υποσχεθεί στον θεό, εκπληρώνω τάμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθύω: приносить в жертву по обету (χιμαίρας Xen.; τῷ Ἡρακλεῖ τὴν δεκάτην Plut.).