ἀποσκηνέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκηνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκηνώνω]] [[μακριά]] από, [[μεταφέρω]] την [[κατοικία]] μου [[μακριά]] από, <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποσκηνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκηνώνω]] [[μακριά]] από, [[μεταφέρω]] την [[κατοικία]] μου [[μακριά]] από, <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκηνέω:''' и [[ἀποσκηνόω]]<br /><b class="num">1)</b> располагаться лагерем вдали (τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> жить отдельно Plut.;<br /><b class="num">3)</b> жить далеко или находиться на (далеком) расстоянии (οὐ μακρὰν ἀ. τινος Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:05, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνέω Medium diacritics: ἀποσκηνέω Low diacritics: αποσκηνέω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΕΩ
Transliteration A: aposkēnéō Transliteration B: aposkēneō Transliteration C: aposkineo Beta Code: a)poskhne/w

English (LSJ)

   A encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.

Spanish (DGE)

acampar aparte τῶν Ἑλλήνων X.An.3.4.35.

Greek Monotonic

ἀποσκηνέω: μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκηνέω: и ἀποσκηνόω
1) располагаться лагерем вдали (τινος Xen.);
2) жить отдельно Plut.;
3) жить далеко или находиться на (далеком) расстоянии (οὐ μακρὰν ἀ. τινος Plut.).