ἀποσκηνόω: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] από κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀποσκηνέω]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀποσκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] από κάποιον, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἀποσκηνέω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσκηνόω:''' = [[ἀποσκηνέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9. 2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.
German (Pape)
[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.
Spanish (DGE)
I intr.
1 levantar las tiendas ἀποσκηνώσας Αβραμ ἐλθὼν κατῴκησεν παρὰ τὴν δρῦν LXX Ge.13.18.
2 acampar aparte, montar la tienda a cierta distancia τοὺς ἐσχάτους τῶν πρώτων ἀποσκηνοῦν ὁμοῦ τι χιλίους σταδίους Plu.Eum.15, cf. Demetr.9
•fig. alejarse, distar μακρὰν ... τών ἰδίων Plu.2.627a.
II tr., fig. alejar, mantener apartado οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν Plu.2.334b.
Greek Monotonic
ἀποσκηνόω: μέλ. -ώσω·
I. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον, σε Πλούτ.
II. = ἀποσκηνέω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκηνόω: = ἀποσκηνέω.