ἀποπρίω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]] με το [[πριόνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀποπρίω]]:</b> συνηρ. αντί <i>ἀποπρίασο</i>, βλ. [[ἀποπρίασθαι]].
|lsmtext='''ἀποπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αποκόπτω]], [[αποχωρίζω]] με το [[πριόνι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">• [[ἀποπρίω]]:</b> συνηρ. αντί <i>ἀποπρίασο</i>, βλ. [[ἀποπρίασθαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπρίω:''' <b class="num">I</b> (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).<br /><b class="num">II</b> imper. aor. к [[ἀποπρίασθαι]].
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπρίω Medium diacritics: ἀποπρίω Low diacritics: αποπρίω Capitals: ΑΠΟΠΡΙΩ
Transliteration A: apopríō Transliteration B: apopriō Transliteration C: apoprio Beta Code: a)popri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A saw off, Hdt.4.65. AP11.14 (Ammian.); ὀστέον Hp.Fract.33:—Pass., Isid.Char.20, Plu.2.924b, prob. in Archil.122.

German (Pape)

[Seite 320] (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρίω: [ῑ], μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω διὰ τοῦ πρίονος, Ἡρόδ. 4. 65˙ -στέον Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 774: παθ., Πλούτ. 2. 924Β.

French (Bailly abrégé)

enlever en sciant, scier.
Étymologie: ἀπό, πρίω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 serrar ἀποπρίσας ... πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει Hdt.4.65, ὀστέον Hp.Fract.33, Paul.Aeg.6.77, cf. AP 11.14 (Ammian.), en v. pas., Isid.Char.1, Plu.2.924b, Gal.10.429.
2 desollar πῶς ἀπεπρίσθη σκύτα; Archil.238.

Greek Monolingual

ἀποπρίω (Α) πρίω
πριονίζω, κόβω με το πριόνι.

Greek Monotonic

ἀποπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω, αποκόπτω, αποχωρίζω με το πριόνι, σε Ηρόδ.
ἀποπρίω: συνηρ. αντί ἀποπρίασο, βλ. ἀποπρίασθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπρίω: I (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).
II imper. aor. к ἀποπρίασθαι.