ἀπροσήγορος: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπροσήγορος:''' -ον, αυτός που δεν είναι [[ευπροσήγορος]], [[ομιλητικός]]· [[απρόσιτος]], [[αγριωπός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀπροσήγορος:''' -ον, αυτός που δεν είναι [[ευπροσήγορος]], [[ομιλητικός]]· [[απρόσιτος]], [[αγριωπός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπροσήγορος:''' <b class="num">1)</b> неприветливый, неласковый ([[στόμα]] Soph.; τὸ [[πλῆθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неприступный, свирепый (sc. [[λέων]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be accosted, unapproachable, of a man, S.OC1277; of a lion, Id.Tr.1093; without intercourse or conversation, Plu.2.679a.
German (Pape)
[Seite 339] 1) den man nicht anreden kann, unfreundlich, unerbittlich, grausam (nach B. A. 440 ὃν οὐχ οἷόν τε προσαγορεῦσαι διὰ τρόπου τραχύτητα), στόμα πατρός Soph. O. C. 1279; so heißt der Nemeische Löwe, Tr. 1083. – 2) nicht anredend, nicht grüßend, Plut. Symp. 5, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à qui l’on ne peut adresser la parole ; terrible;
2 qui n’adresse la parole à personne, insociable.
Étymologie: ἀ, προσαγορεύω.
Spanish (DGE)
-ον
a quien no se puede hablar, inabordable τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277
•de ahí fig. fiero, terrible λέοντ', ἄπλατον θρέμμα κἀπροσήγορον S.Tr.1093
•en que no se puede hablar συνουσία Plu.2.679a.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπροσήγορος, -ον) προσήγορος
νεοελλ.
ακοινώνητος, αγροίκος.
Greek Monotonic
ἀπροσήγορος: -ον, αυτός που δεν είναι ευπροσήγορος, ομιλητικός· απρόσιτος, αγριωπός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσήγορος: 1) неприветливый, неласковый (στόμα Soph.; τὸ πλῆθος Plut.);
2) неприступный, свирепый (sc. λέων Soph.).