ἀπόχειρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόχειρος]], -ον (Α)<br />[[απροετοίμαστος]], [[ακατάρτιστος]]. | |mltxt=[[ἀπόχειρος]], -ον (Α)<br />[[απροετοίμαστος]], [[ακατάρτιστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόχειρος:''' не имеющийся под рукой, т. е. не приготовленный (πρός τι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unprepared, Plb.22.14.8.
German (Pape)
[Seite 336] (χείρ), von der Hand weg, unvorbereitet, Pol. 23, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχειρος: -ον, ἀπαράσκευος, Πολύβ. 23. 14, 8.
Spanish (DGE)
-ον
no preparado, desprovisto πρὸς ἔνια δὲ τῶν ἐπινοουμένων ἀπόχειρος ὢν ἐπεβάλετο Plb.22.14.8.
Greek Monolingual
ἀπόχειρος, -ον (Α)
απροετοίμαστος, ακατάρτιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχειρος: не имеющийся под рукой, т. е. не приготовленный (πρός τι Polyb.).