ἀντίσταθμος: Difference between revisions
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀντίσταθμος:''' -ον ([[στάθμη]]), [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], ως [[αντιστάθμισμα]] προς, με γεν., σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίσταθμος:''' досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (σταθμός)
A counterpoising, balancing, τινί Pl.Sph.229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S. 5.29: metaph., in compensation for, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571.
German (Pape)
[Seite 260] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ δέχομαι D. Sic. 5, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίσταθμος: -ον, (στάθμη), ἰσοβαρής, ἰσοζυγής, ἰσόρροπος, τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς πατήρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..
Étymologie: ἀντί, σταθμός.
Spanish (DGE)
-ον
1 c. dat. que contrapesa, que equilibra μέρεσιν Pl.Sph.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.
2 c. gen. que es contrapartida de ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.
Greek Monolingual
ἀντίσταθμος, -ον (Α)
1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής
2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό.
Greek Monotonic
ἀντίσταθμος: -ον (στάθμη), αντίβαρο, αντιστάθμισμα, ως αντιστάθμισμα προς, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίσταθμος: досл. равный по весу, уравновешивающий, перен. возмещающий, равный (τινι Plat.): χρυσὸς ἀ. τινος Diod. золото, равное по весу чему-л.; ἀντίσταθμόν τινος ἐκθύειν τινά Soph. приносить кого-л. в жертву в искупление за кого-л.