ἀρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρέομαι:''' Ιων. αντί [[ἀράομαι]].
|lsmtext='''ἀρέομαι:''' Ιων. αντί [[ἀράομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρέομαι:''' ион. = [[ἀράομαι]].
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρέομαι Medium diacritics: ἀρέομαι Low diacritics: αρέομαι Capitals: ΑΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aréomai Transliteration B: areomai Transliteration C: areomai Beta Code: a)re/omai

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt.    II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.———————— (II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.