ἀριστευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀριστευτικός]], -ή, -όν (Α) [[αριστεύω]]<br />ο [[ικανός]] για [[έξοχα]] κατορθώματα.
|mltxt=[[ἀριστευτικός]], -ή, -όν (Α) [[αριστεύω]]<br />ο [[ικανός]] για [[έξοχα]] κατορθώματα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστευτικός:''' доблестный, славный ([[τύχη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστευτικός Medium diacritics: ἀριστευτικός Low diacritics: αριστευτικός Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aristeutikós Transliteration B: aristeutikos Transliteration C: aristeftikos Beta Code: a)risteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.

German (Pape)

[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.

Greek Monolingual

ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστευτικός: доблестный, славный (τύχη Plut.).