ἁρμασίδουπος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁρμασίδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρμασι</i> (τ. τοπικής πληθ.) <span style="color: red;">+</span> [[δούπος]] «[[θόρυβος]]»]. | |mltxt=[[ἁρμασίδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρμασι</i> (τ. τοπικής πληθ.) <span style="color: red;">+</span> [[δούπος]] «[[θόρυβος]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁρμᾰσίδουπος:''' оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A sounding in the chariot, Pi.Fr.17.
German (Pape)
[Seite 355] Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.
English (Slater)
ἁρμασίδουπος ?
1 ringing with the sound of chariots test., Eustath., proem. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (sc. καλεῖ ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰσίδουπος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
resonante por el estrépito de los carros Pi.Fr.17.
Greek Monolingual
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰσίδουπος: оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.).