ἁρμασίδουπος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρμασίδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρμασι</i> (τ. τοπικής πληθ.) <span style="color: red;">+</span> [[δούπος]] «[[θόρυβος]]»].
|mltxt=[[ἁρμασίδουπος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το [[άρμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρμασι</i> (τ. τοπικής πληθ.) <span style="color: red;">+</span> [[δούπος]] «[[θόρυβος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμᾰσίδουπος:''' оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.).
}}
}}

Revision as of 17:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰσίδουπος Medium diacritics: ἁρμασίδουπος Low diacritics: αρμασίδουπος Capitals: ΑΡΜΑΣΙΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: harmasídoupos Transliteration B: harmasidoupos Transliteration C: armasidoupos Beta Code: a(rmasi/doupos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A sounding in the chariot, Pi.Fr.17.

German (Pape)

[Seite 355] Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.

English (Slater)

ἁρμασίδουπος ?
   1 ringing with the sound of chariots test., Eustath., proem. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (sc. καλεῖ ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰσίδουπος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
resonante por el estrépito de los carros Pi.Fr.17.

Greek Monolingual

ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰσίδουπος: оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.).