αὐτόστονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αὐτόστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόστονος:''' стонущий о своей участи Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόστονος Medium diacritics: αὐτόστονος Low diacritics: αυτόστονος Capitals: ΑΥΤΟΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autóstonos Transliteration B: autostonos Transliteration C: aftostonos Beta Code: au)to/stonos

English (LSJ)

ον,

   A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.

Greek Monolingual

αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].

Greek Monotonic

αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.