ἀστερίας: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀστερίας]]) [[αστήρ]]<br />το εχινόδερμο [[σταυρός]] της θάλασσας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[ερωδιός]] ο [[αστερίας]]<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] χρυσαετός. | |mltxt=ο (AM [[ἀστερίας]]) [[αστήρ]]<br />το εχινόδερμο [[σταυρός]] της θάλασσας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[ερωδιός]] ο [[αστερίας]]<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] χρυσαετός. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστερίας:''' ου adj. m звездчатый: ὁ ἀ. [[ἐρωδιός]] Arst. выпь ([[Ardea]] [[stellaris]]); ὁ ἀ. [[ἱέραξ]] Arst. звездчатый сокол (предполож. [[Astur]] [[palumbarius]] [[pullus]]); ὁ ἀ. [[γαλεός]] Arst. звездчатая акула (предполож. Squalus [[asterias]] или [[stellaris]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A starred: hence, I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA543a17. II a bird, 1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib.609b22. 2 a kind of hawk, ib.620a18; = χρυσάετος, Ael.NA2.39.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, gestirnt, gefleckt, Beiwort einer Art ἐρωδιός Arist. H. A. 9, 1; ἱέραξ 9, 36; γαλεός, eine Art Haifisch, s. Philist. St. B. Γαλεῶται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίας: -ου, ὁ, ἀστερόεις, ποικίλος, ἑπομ., Ι. εἶδος γαλεοῦ (θαλασσ. ἰχθύος), «ὁ δὲ Σουνίνιος (Voyag. en Grèce τ. 2. σ. 212) σκυλόψαρον παρ’ ἡμῖν νῦν λέγεσθαί φησι τῶν γαλεῶν τὸν καλούμενον ἀστερίαν (τὸν τοῦ Λινναίου Squalus stellaris), ὅπερ ἐστὶν ὁ αὐτὸς τῷ παρ’ Ἀριστοτέλει καλουμένῳ ποικίλῳ» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 187, Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 10, 1. ΙΙ. πτηνόν, 1) ἐρωδιὸς ὁ ἀστερίας, Λατ. ardea stellaris, τῶν δ’ ἐρωδιῶν ἐστὶ τρία γένη, ὅτε πέλλος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ ἀστερίας ὁ αὐτ. 9. 1, 23. 2) εἶδος ἱέρακος, ὁ αὐτ. 9. 36, 1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
n. popular de anim. moteados el estrellado
I ict. pequeño escualo prob. mustela Philyll.1, Arist.HA 543a17.
II orn.
1 un tipo de garza o alcaraván Arist.HA 609b22, 617a5, Call.Fr.427, Plin.HN 10.164.
2 un tipo de halcón Arist.HA 620a18.
3 un tipo de águila (prob. error) Ael.NA 2.39.
Greek Monolingual
ο (AM ἀστερίας) αστήρ
το εχινόδερμο σταυρός της θάλασσας
αρχ.
1. το πτηνό ερωδιός ο αστερίας
2. το πτηνό χρυσαετός.
Russian (Dvoretsky)
ἀστερίας: ου adj. m звездчатый: ὁ ἀ. ἐρωδιός Arst. выпь (Ardea stellaris); ὁ ἀ. ἱέραξ Arst. звездчатый сокол (предполож. Astur palumbarius pullus); ὁ ἀ. γαλεός Arst. звездчатая акула (предполож. Squalus asterias или stellaris).