βιότιον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βιότιον:''' τό, υποκορ. του [[βίοτος]], ανεπαρκές, πενιχρό [[εισόδημα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βιότιον:''' τό, υποκορ. του [[βίοτος]], ανεπαρκές, πενιχρό [[εισόδημα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιότιον:''' τό скудные средства к жизни Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of βίοτος,
A scant living, Ar.Pl. 1165.
German (Pape)
[Seite 446] τό, dim. von βίοτος, kärglicher Lebensunterhalt, Ar. Plut. 1165.
Greek (Liddell-Scott)
βιότιον: τό, ὑποκορ. τοῦ βίοτος, ὀλίγον εἰσόδημα, Ἀριστοφ. Πλ. 1165.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vie chétive, petite vie.
Étymologie: βίοτος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vida económicamente modesta, un pasar οὗτος γὰρ ἐξηύρηκεν αὑτῷ βιότιον éste ya se ha buscado un pasar Ar.Pl.1165.
Greek Monolingual
βιότιον, το (Α) βίοτος ή βιοτή
μικρό εισόδημα.
Greek Monotonic
βιότιον: τό, υποκορ. του βίοτος, ανεπαρκές, πενιχρό εισόδημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιότιον: τό скудные средства к жизни Arph.