βαρύοσμος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύοσμος]] και [[βαρύοδμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]], ενοχλητική [[μυρωδιά]]. | |mltxt=[[βαρύοσμος]] και [[βαρύοδμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]], ενοχλητική [[μυρωδιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύοσμος:''' сильно пахнущий ([[μέλι]] τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = βαρύοδμος, Arist.Mir. 831b24, Sor.2.29: Comp., Dsc.3.121. II metaph., 'in bad odour', PSI2.158.25.
German (Pape)
[Seite 434] = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύοσμος: -ον, =βαρύοδμος, Ἀριστ. Θαυμ. 17.
Spanish (DGE)
(βᾰρύοσμος) -ον
1 de olor fuerte, penetrante τὸ ἀπὸ τῆς πύξου μέλι Arist.Mir.831b25, πολιόν Nic.Th.64, cf. Dsc.3.110, κόνυξα Dsc.3.121, Sor.112.10, Gp.18.2.4.
2 de pers. maloliente anón. astrol. en PSI 158.25 (III d.C.).
Greek Monolingual
βαρύοσμος και βαρύοδμος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά, ενοχλητική μυρωδιά.
Russian (Dvoretsky)
βαρύοσμος: сильно пахнущий (μέλι τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).