βρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρωτικός]], -ή, -όν (Α) [[βρωτός]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να τρώει [[συχνά]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> [[ορεκτικός]].
|mltxt=[[βρωτικός]], -ή, -όν (Α) [[βρωτός]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να τρώει [[συχνά]], [[αδηφάγος]]<br /><b>2.</b> [[ορεκτικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''βρωτικός:''' прожорливый Arph., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρωτικός Medium diacritics: βρωτικός Low diacritics: βρωτικός Capitals: ΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: brōtikós Transliteration B: brōtikos Transliteration C: vrotikos Beta Code: brwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc.    II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes).    III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.

German (Pape)

[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.

Greek Monolingual

βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.

Russian (Dvoretsky)

βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.