γειτόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γειτόνησις:''' -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ. | |lsmtext='''γειτόνησις:''' -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γειτόνησις:''' εως ἡ Luc. = [[γειτόνημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq., Luc. Symp.33, Plot.1.2.5.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.
Greek (Liddell-Scott)
γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.
Greek Monotonic
γειτόνησις: -εως, ἡ , = το επόμ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.