δέχνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέχνυμαι:''' ποιητ. αντί [[δέχομαι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δέχνυμαι:''' ποιητ. αντί [[δέχομαι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δέχνυμαι:''' Anth. = [[δέχομαι]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέχνῠμαι Medium diacritics: δέχνυμαι Low diacritics: δέχνυμαι Capitals: ΔΕΧΝΥΜΑΙ
Transliteration A: déchnymai Transliteration B: dechnymai Transliteration C: dechnymai Beta Code: de/xnumai

English (LSJ)

poet. for δέχομαι, Orph.A.564, Parth.Fr.4, AP9.553; Epic.inArch.Pap.7.5, IG3.1347, Coluth.159, Q.S.12.585: in late Prose, Hld.3.2.

German (Pape)

[Seite 554] p. = δέχομαι, Orph. Arg. 566; Coluth. 1 60; Ant. Th. 33 (IX, 553).

Greek (Liddell-Scott)

δέχνυμαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέχομαι, Ὀρφ. Ἀργ. 566, Παρθέν. 5. Ἀνθ. Π. 9. 553.

Spanish (DGE)

(δέχνῠμαι) 1 recibir, acoger δέχνυσο μῆτερ Call.Fr.746, ἵλαος ταύτην δέχνυσο πυρκαϊήν Parth.SHell.618, cf. Hld.3.2.4, αἶγες ... χορὸν οὐκ ἀέκουσαι δέχνυνται Opp.H.4.324, οὐ βρῶσιν ... ἐθέλεσκε δέχνυσθαι Opp.H.5.515, ὅν ῥα καὶ αὐτοὶ δεχνῦνθ' Q.S.3.755, εὐτόλμῳ κραδίῃ δεχνύμενος θάνατον IG 22.11589.2 (III d.C.), ἐδέχνυτο δ' οὐρανὸς Ὄρθρον el cielo acogía al Alba Orph.A.564, cf. Opp.C.2.147, δεχνύμεναι στομάτεσσι Διωνύσου μέγα δῶρον Opp.C.3.81, γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοί humanos, recibidlo con alegría a Hermes, Orph.L.4, Φοῖβος ἄναξ ταύτην (πόλιν) δέχνυται Ἀκτιάδος AP 9.553, cf. Gr.Naz.M.37.1359A, πνεύματα δεχνύμενοι AP 10.75 (Pall.), δέχνυσο μορφὴν ἡμετέρην habla Afrodita, Colluth.159.
2 oír, escuchar ὣς φάμενον Διὸς υἱὸς ἐδέχνυτο escuchaba el hijo de Zeus al que así hablaba Dionysius 19ue.49, εἰ δ' ἄγε δέχνυσο μῦθον Orph.L.698, δέχνυσο μουσικάν Synes.Hymn.6.8, 41.
3 esperar, aguardar ἐπεί ῥά ἑ μόρσιμον ἦμαρ δέχνυτο νοστήσαντα pues el día fatal le esperaba a su regreso Q.S.10.152, μάλα γὰρ μέγα δέχνυτο πῆμα una gran catástrofe (les) esperaba Q.S.12.585.

Greek Monolingual

βλ. δέχομαι.

Greek Monotonic

δέχνυμαι: ποιητ. αντί δέχομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δέχνυμαι: Anth. = δέχομαι.