διακλίνω: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια-κλίνω vermijden. | |elnltext=δια-κλίνω vermijden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακλίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> отклоняться в сторону, уходить (τινός и [[ἀπό]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> отклоняться, уклоняться, избегать (τι Polyb., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:21, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ]
A turn away, retreat from, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8; ἀπό τινος Id.6.41.11. 2 c. acc., evade, shun, Id.35.4.6; φίλημα Plu. Alex.54. 3 bend, πῆχυν Philostr.Im.2.18.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλίνω), 1) ausweichen, vermelden, τὰς καταγραφάς Pol. 35, 4; τὸ φἰλημα Plut. Alex. 54. – 2) absol., Pol. 7, 11; τῆς ἀγορᾶς, vom Markt abgehen, 11, 9; auch ἀπὸ τῶν πυλῶν, 6, 41.
Greek (Liddell-Scott)
διακλίνω: ἀπομακρύνομαι, ἀποχωρῶ ἀπό, τῆς ἀγορᾶς Πολύβ. 11. 9, 8· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 6. 41, 11. 2) μετ’ αἰτιατ., ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, ὁ αὐτ. 35. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
1 se détourner de, s’éloigner de;
2 fig. esquiver, échapper à, acc..
Étymologie: διά, κλίνω.
Spanish (DGE)
I desviarse, alejarse de ἀπὸ τῶν πυλῶν Plb.6.41.11, τῆς ἀγορᾶς Plb.11.9.8.
II tr.
1 evitar, esquivar τὴν φυγήν Plb.11.15.5, τὴν ἀπάντησιν Plb.38.11.3, τὰς καταγραφάς Plb.35.4.6, τὴν ὀξεῖαν καὶ ἐλαφρὰν κίνησιν πρὸς τὸ διακλῖναι D.Chr.2.61, τὸ φίλημα Chares 14a, c. inf. κατὰ στόμα μὲν παρατάττεσθαι διέκλινον evitaban tener un encuentro frontal D.S.11.77.
2 doblar πῆχυν Philostr.Im.2.18.
Greek Monolingual
διακλίνω (AM)
μσν.
κάνω κάποιον να διατεθεί ευνοϊκά απέναντι μου
αρχ.
1. αποχωρώ, απομακρύνομαι
2. αποφεύγω.
Greek Monotonic
διακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ, στρέφομαι μακριά, υποχωρώ, σε Πολύβ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κλίνω vermijden.
Russian (Dvoretsky)
διακλίνω: (ῑ)
1) отклоняться в сторону, уходить (τινός и ἀπό τινος Polyb.);
2) отклоняться, уклоняться, избегать (τι Polyb., Plut.).