διαρμόζω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαρμόζω:''' ή -ττω, μέλ. <i>-σω</i>, [[διαχωρίζω]], [[εξοπλίζω]], [[διαθέτω]], [[εφοδιάζω]], σε Ευρ. | |lsmtext='''διαρμόζω:''' ή -ττω, μέλ. <i>-σω</i>, [[διαχωρίζω]], [[εξοπλίζω]], [[διαθέτω]], [[εφοδιάζω]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρμόζω:''' и [[διαρμόττω]]<br /><b class="num">1)</b> разделять, распределять размещать (ἄλλον [[ἄλλοσε]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. слаживать, устраивать, настраивать (τι πρὸς τὸ [[μέλλον]] Polyb.; [[κιθάρα]] διηρμοσμένη πρὸς ᾠδήν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
or διαρμόττω, fut. -σω,
A distribute in various places, E.Or.1451 (lyr.): hence, 2 Med., arrange, dispose, ταῦτα πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5:—Pass., τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι ib.7.1; regulate, τὸν βίον Plu.2.88a.
German (Pape)
[Seite 599] 1) trennen, Eur. Or. 1452. – 2) dazwischen einfügen, übh. zurüsten, Pol. 8, 7, 1; ταῦτα διαρμοσάμενοι πρὸς τὸ μέλλον 8, 27, 5; σῶμα ὀργανικὸν καὶ διηρμοσμένονμέρεσι λογικοῖς, Plut. Coriol. 38. Auch von der Musik, Arist. Quinct.
Greek (Liddell-Scott)
διαρμόζω: ἢ -ττω· μέλλ. -σω·― διαμοιράζω εἰς διάφορα μέρη, Εὐρ. Ὀρ. 1450· ― ἐντεῦθεν, 2) Μέσ., τακτοποιῶ, διαθέτω, διατάσσω. Πολύβ. 8. 27, 5· παθ., αὐτόθι 7, 1· κανονίζω, ῥυθμίζω, τὸν βίον Πλούτ. 2.88Α.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. διhαρμ- IG 13.475.181 (V a.C.)
I 1armar, montar, ensamblar τ[ο̄̀] ς σφɛ̄κίσκος IG l.c., τὰ κορυφαῖα κερκίσιν ἐπὶ τῶν μεσομνῶν IG 22.1668.52 (IV a.C.), τὸ ἐντὸς τῶν κιόνων ἑκατέρωθεν IG 22.1668.67 (IV a.C.), un nido, Plu.2.983c.
2 distribuir, disponer ἔκλῃσε ... ἄλλον ἄλλοσε διαρμόσας ἀποπρὸ δεσποίνας (los) encerró ... disponiéndolos aquí y allá lejos de su señora E.Or.1451, en v. pas. οὗτοι μὲν τὸν τρόπον τοῦτον διηρμοσμένοι Plb.8.5.1.
3 mús. regular, afinar para dar el tono, en v. pas. διηρμοσμένον ... συρίγγιον Plu.2.456a.
II v. med. c. ac. de abstr. organizar, disponer, poner en orden ταῦτα ... πρὸς τὸ μέλλον Plb.8.25.5, (τὴν πόλιν) Plu.Sol.15, τὸν βίον Plu.2.88a.
Greek Monolingual
(Α διαρμόζω και διαρμόττω) συναρμόζω πράγματα μεταξύ τους
αρχ.
διαμοιράζω σε διάφορα μέρη.
Greek Monotonic
διαρμόζω: ή -ττω, μέλ. -σω, διαχωρίζω, εξοπλίζω, διαθέτω, εφοδιάζω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διαρμόζω: и διαρμόττω
1) разделять, распределять размещать (ἄλλον ἄλλοσε Eur.);
2) med. слаживать, устраивать, настраивать (τι πρὸς τὸ μέλλον Polyb.; κιθάρα διηρμοσμένη πρὸς ᾠδήν Plut.).