διέκροος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διέκροος:''' ὁ, [[δίοδος]] από την οποία μπορεί να διαφεύγει το υδάτινο [[ρεύμα]], [[εκροή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διέκροος:''' ὁ, [[δίοδος]] από την οποία μπορεί να διαφεύγει το υδάτινο [[ρεύμα]], [[εκροή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διέκροος:''' ὁ канал для оттока, выход для воды Her.
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέκροος Medium diacritics: διέκροος Low diacritics: διέκροος Capitals: ΔΙΕΚΡΟΟΣ
Transliteration A: diékroos Transliteration B: diekroos Transliteration C: diekroos Beta Code: die/kroos

English (LSJ)

ὁ,

   A passage for the stream to escape, Hdt.7.129.

German (Pape)

[Seite 618] ὁ, das Durch- u. Herausfließen, Her. 7, 129.

Greek (Liddell-Scott)

διέκροος: ὁ, δίοδος, δι’ ἧς ἐκρέει τι, Ἡρόδ. 7. 129.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
conduit d’écoulement.
Étymologie: διά, ἐκρέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ conducto de salida al mar, desembocadura Hdt.7.129.

Greek Monotonic

διέκροος: ὁ, δίοδος από την οποία μπορεί να διαφεύγει το υδάτινο ρεύμα, εκροή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διέκροος: ὁ канал для оттока, выход для воды Her.