διάλληλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάλληλος]], -ον)<br />[[αμοιβαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλληλεξαρτώμενος<br /><b>2.</b> (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη [[θέση]] του με άλλον.
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάλληλος]], -ον)<br />[[αμοιβαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αλληλεξαρτώμενος<br /><b>2.</b> (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη [[θέση]] του με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''διάλληλος:''' взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ [[ἀλλήλων]]) [[τρόπος]] Sext. заколдованный (порочный) круг.
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλληλος Medium diacritics: διάλληλος Low diacritics: διάλληλος Capitals: ΔΙΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: diállēlos Transliteration B: diallēlos Transliteration C: diallilos Beta Code: dia/llhlos

English (LSJ)

ον,

   A reciprocating, λόγος Stoic. 2.90; interchangeable, of the order of words, A.D.Adv.126.2; confused, of argument, Id.Pron.50.20; διάλληλος τρόπος argument in a circle, S.E.P.1.117, 2.68; δ. δεῖξις Dam.Pr.290.    II interrelated, interdependent, Plot.6.8.14.

German (Pape)

[Seite 587] τρόπος, der Cirkel im Schluß, oft Sext. Emp.; vgl. B. A. 535. 27.

Greek (Liddell-Scott)

διάλληλος: τρόπος, ὁ, ἀπόδειξις φαῦλος κύκλος ἐν τῇ λογικῇ καλουμένη, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 117.

Spanish (DGE)

-ον
1 circular, de donde fig., ref. a argumentaciones viciado διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως A.D.Pron.50.20, δεῖξις Dam.in Prm.290, Simp.in Cael.478.3, Phlp.in APo.431.1, Eust.Op.261.84
intercambiable del orden de palabras, A.D.Adu.126.2
δ. λόγος círculo vicioso Chrysipp.Stoic.2.90, tb. δ. τρόπος S.E.P.1.117, 2.68.
2 recíproco ἡ ἐπὶ τῷ δείπνῳ εὐφροσύνη Cat.Apoc.3.22 (p.235.26).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάλληλος, -ον)
αμοιβαίος
αρχ.
1. αλληλεξαρτώμενος
2. (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη θέση του με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

διάλληλος: взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ ἀλλήλων) τρόπος Sext. заколдованный (порочный) круг.