δίοιδα: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δίοιδα:''' παρακ., βλ. [[διεῖδον]]. | |lsmtext='''δίοιδα:''' παρακ., βλ. [[διεῖδον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίοιδα:''' <b class="num">1)</b> точно знать (τι Soph., Eur., Arph., Plat.);<br /><b class="num">2)</b> строго различать (τι [[καί]] τι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. διεῖδον.
German (Pape)
[Seite 632] (s. οἶδα), durch u. durch kennen, genau wissen; Soph. O. C. 296; Eur. Med. 518; Ar. Nubb. 168; Plat. Legg. I, 826 a; dah. = unterscheiden, τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἀνομοιότητα Plat. Phaedr. 262 a. – Vielleicht gehört hierher das Homerische διαείσεται Iliad. 8, 535, s. s. v. διαείδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δίοιδα: γινώσκω ἀκριβῶς, Σοφ. Ο. Κ. 296, Εὐριπ. Μηδ. 518. Ἀριστοφ. Νεφ. 168, Πλάτ. Νόμ. 1, 626, Φαίδρ. 262.
French (Bailly abrégé)
v. *διείδω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ép. pres. inf. διίδμεναι A.R.4.1360; fut. ind. διείσομαι Orib.8.36.4, Hsch.δ 1548]
1 distinguir, discernir τὰ ἕκαστα διίδμεναι εὐχετόωντο se jactaban de saber con detalle cada cosa A.R.l.c., ἀνδρῶν ... τὸν κακόν E.Med.518, cf. Ar.Ra.975, τὸ κῶλον ἐμπεπλῆσθαι διείσεται ἡ χείρ la mano notará que el colon está lleno Orib.l.c.
•conocer a fondo, con detalle, investigar ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος Ar.Nu.168, τὴν ὁμοιότητα ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι Pl.Phdr.262a, πρὸς τὸ διειδέναι τὰ Κρητῶν νόμιμα Pl.Lg.626b.
2 decidir τοὺς δὲ τῆσδε γῆς ἄνακτας ἀρκεῖ ταῦτά μοι διειδέναι me basta que los soberanos de esta tierra decidan esto S.OC 295.
Greek Monolingual
δίοιδα (AM) οίδα
γνωρίζω ακριβώς, ξέρω πολύ καλά.
Greek Monotonic
δίοιδα: παρακ., βλ. διεῖδον.
Russian (Dvoretsky)
δίοιδα: 1) точно знать (τι Soph., Eur., Arph., Plat.);
2) строго различать (τι καί τι Plat.).