διερέσσω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ. | |lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διερέσσω:''' (fut. διερέσω, aor. [[διήρεσα]] и διήρεσσα)<br /><b class="num">1)</b> загребать, грести ([[χερσί]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> размахивать (δαλοῖσι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. -ήρεσα, poet.
A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351. 2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
French (Bailly abrégé)
1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.
Greek Monolingual
διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.
Greek Monotonic
διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διερέσσω: (fut. διερέσω, aor. διήρεσα и διήρεσσα)
1) загребать, грести (χερσί Hom.);
2) размахивать (δαλοῖσι Eur.).