δύνασις: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύνᾰσις:''' [ῠ], -εως, ἡ, ποιητ. αντί [[δύναμις]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''δύνᾰσις:''' [ῠ], -εως, ἡ, ποιητ. αντί [[δύναμις]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύνᾰσις:''' εως (ῠ) ἡ Pind., Soph., Eur. = [[δύναμις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, poet. for δύναμις, Pi.P.4.238, B.9.49, S.Ant. 604 (lyr.), 952 (lyr.), E.Ion1012; ἐν (i.e. ἐς)
A δύνασιν pro virili parte, IG22.1126.5 (Amphict. Delph.).
German (Pape)
[Seite 673] ἡ, p. = δύναμις; Pind. P. 4, 238. 5, 117; Soph. Ant. 600 u. 941, im chor.; Eur. Ion 1012 Andr. 483.
Greek (Liddell-Scott)
δύνᾰσις: [ῠ], εως, ἡ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ δύναμις, Πίνδ. Π. 4. 424, Σοφ. Ἀντ. 604, 951, Εὐρ. Ἴωνι 1012˙ ἐν (ὃ ἐ. ἐς) δύνασιν, pro virili, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1588. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. δύναμις.
English (Slater)
δῠνᾰσις
a physical strength δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς (sc. τοῦ Ἰάσονος) (P. 4.238) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” (P. 9.30)
b power θεός τέ οἱ (= Ἀρκεσίλᾳ) τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν (P. 5.117)
Spanish (DGE)
(δύνᾰσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
1 fuerza física, vigor δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς admirado Eetes del vigor de Jasón, Pi.P.4.238, cf. 5.117, 9.30, καταγράφο ... τὰν ψυχὰν αὐτō καὶ τὰν δύνασιν en una defixión IGDS 38.2 (Selinunte V a.C.).
2 poder οἶδα καὶ πλούτου μεγάλαν δύνασιν B.10.49, ἁ μοιριδία τις δ. δεινά S.Ant.951, cf. E.HF 776, τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει δύνασιν E.IA 1093, cf. Ibyc.166.10S., συνέσει δυνάσει τε κράτιστος CEG 888.4 (Janto IV a.C.).
3 virtualidad, efecto δύνασιν ἐκφέρει τίνα; ¿qué efecto tiene? de una gota de sangre de la Gorgona, E.Io 1012 (cód.).
4 posibilidad ἐν δύνασιν en la medida de lo posible τὰ καταδικασθέντα ἐκπραξέω ἐν δύνασιν CID 1.10.5 (IV a.C.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύνᾰσις: [ῠ], -εως, ἡ, ποιητ. αντί δύναμις, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύνᾰσις: εως (ῠ) ἡ Pind., Soph., Eur. = δύναμις.