δυσπάλαιστος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''δυσπάλαιστος:''' -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει [[κάποιος]], [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' непреоборимый, неодолимый ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος. 2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.
Greek Monolingual
δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.
Greek Monotonic
δυσπάλαιστος: -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει κάποιος, ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάλαιστος: непреоборимый, неодолимый (τῶνδε δωμάτων ἀρά Aesch.; τύχα Eur.; δύναμις Xen.).