ἐγκεντρίς: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκεντρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κέντρον]]), [[κεντρί]] εντόμων, σε Αριστοφ.· βούκεντρο, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐγκεντρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κέντρον]]), [[κεντρί]] εντόμων, σε Αριστοφ.· βούκεντρο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκεντρίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> жало Arph.;<br /><b class="num">2)</b> острие, шип Xen., Arst.
}}
}}

Revision as of 19:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεντρίς Medium diacritics: ἐγκεντρίς Low diacritics: εγκεντρίς Capitals: ΕΓΚΕΝΤΡΙΣ
Transliteration A: enkentrís Transliteration B: enkentris Transliteration C: egkentris Beta Code: e)gkentri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sting, Ar.V.427.    2 goad, X.Cyn.6.1, Pl.Com.40; also, spur, Pherecr.48.    3 pointed stile for writing, Poll.8.16, Aristaenet.1.20.    4 spike worn on the leg for climbing, περιθέμενον . . ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Arist.Fr.84.

German (Pape)

[Seite 707] ίδος, ἡ, 1) der Stachel, der Wespen, Ar. Vesp. 427; eiserne, Xen. Cyn. 6, 1; Sporn, Pherecr. bei Poll. 10, 54; Eust. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten, Aristaen. 1, 20 u. a. Sp. – 2) der Griffel zum Schreiben, Poll. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ, (κέντρον) «κεντρί», οἷον τὸ τῶν σφηκῶν καὶ μελισσῶν, σκορπίων, κτλ., Ἀριστοφ. Σφ. 427. 2) κέντρον πρὸς ἐξανάγκασιν εἰς ἐργασίαν, οἷον τὸ βούκεντρον (κονῶς «φκέντρι») Ξεν. Κυν. 6. 1, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 14. Ὡσαύτως πτερνιστήρ, ἐγκεντρίδας δὲ τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 10. 3) εἶδος γραφίδος ληγούσης εἰς ὀξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυδεύκους. 4) εἶδος λογχοειδοῦς σιδηρίου ἐφαρμοζομένου εἰς τὸν πόδα ὅπως βοηθῇ εἰς ἀνάβασιν τοίχων, περιθέμενον... ἐγκεντρίδας ἀναδραμεῖν εἰς τοὺς τοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Ἀρισταιν. Ἐπιστ. 1. 20.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 aiguillon;
2 éperon;
3 pointe de fer qu’on fixe aux pieds pour grimper, crampon.
Étymologie: ἐν, κέντρον.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 objeto punzante, aguijón Ar.V.427, 1073
aguijón, pincho para proteger a los perros de caza, X.Cyn.6.1, Poll.5.55, 56
aguijada ἐγκεντρίδας ἐπὶ τῇ τῶν ὑποζυγίων χρήσει Pl.Com.40
punzón para escribir en tablillas enceradas, empleado para votar en los tribunales aten., Poll.8.16, Phot.ε 971.
2 plu. espuelas sujetas a las extremidades ἐγκεντρίδας δέ, ἃς τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο Pherecr.54, cf. Eust.811.40
crampones ἐγκεντρίδας ὑποδησάμενος καὶ τοὺς σπόγγους λαβὼν ἀνέβη τε ῥᾷστα Arist.Fr.84, cf. Aristaenet.1.20.9, Eust.811.41.

Greek Monotonic

ἐγκεντρίς: -ίδος, ἡ (κέντρον), κεντρί εντόμων, σε Αριστοφ.· βούκεντρο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκεντρίς: ίδος ἡ1) жало Arph.;
2) острие, шип Xen., Arst.