ἐγρεκύδοιμος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγρεκύδοιμος:''' -ον, αυτός που εγείρει, που ξυπνάει τον κρότο του πολέμου, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐγρεκύδοιμος:''' -ον, αυτός που εγείρει, που ξυπνάει τον κρότο του πολέμου, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγρεκύδοιμος:''' (ῡ) поднимающая боевой шум (эпитет Паллады Hes.).
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγρεκύδοιμος Medium diacritics: ἐγρεκύδοιμος Low diacritics: εγρεκύδοιμος Capitals: ΕΓΡΕΚΥΔΟΙΜΟΣ
Transliteration A: egrekýdoimos Transliteration B: egrekydoimos Transliteration C: egrekydoimos Beta Code: e)greku/doimos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A rousing the din of war, strife-stirring, epith. of Pallas, Hes.Th.925, Lamprocl.1.

German (Pape)

[Seite 712] Pallas, Kriegslärm erregend, Hes. Th. 925 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρεκύδοιμος: -ον, ὁ διεγείρων κυδοιμόν, θόρυβον τῆς μάχης, ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Ἡσύχ. Θ. 925, Λαμπροκλ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui excite au tumulte (des combats), ép. de Pallas, d’une bacchante, de la flûte.
Étymologie: ἐγείρω, κυδοιμός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
instigador del combate epít. de dioses, esp. de Palas, Hes.Th.925, Lamprocl.1(b), Luc.Trag.98, Orph.L.586, Nonn.D.36.21, Sch.Er.Il.13.128, de Eris, Q.S.1.180, de Ares, Nonn.D.32.164, 33.156
de cosas que da la señal de combate, que incita al combate μυγδονίς Nonn.D.13.505, σύριγξ Nonn.D.14.404, κτύπος Nonn.D.36.206, μέλος Nonn.D.39.125.

Greek Monolingual

ἐγρεκύδοιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί πολεμικό θόρυβο.

Greek Monotonic

ἐγρεκύδοιμος: -ον, αυτός που εγείρει, που ξυπνάει τον κρότο του πολέμου, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρεκύδοιμος: (ῡ) поднимающая боевой шум (эпитет Паллады Hes.).