ἐκδιαβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκδιαβαίνω:''' αόρ. βʹ <i>-δεξέβην</i>, [[διαβαίνω]], περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐκδιαβαίνω:''' αόρ. βʹ <i>-δεξέβην</i>, [[διαβαίνω]], περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκδιαβαίνω:''' переходить, переступать (τάφρον Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A pass quite over, τάφρον Il.10.198.
German (Pape)
[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐκδιαβάντες;
franchir.
Étymologie: ἐκ, διαβαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἐκδιαβάντες: pass quite over, Il. 10.198†.
Spanish (DGE)
saltar sobre, franquear τάφρον Il.10.198.
Greek Monolingual
ἐκδιαβαίνω (Α)
διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα.
Greek Monotonic
ἐκδιαβαίνω: αόρ. βʹ -δεξέβην, διαβαίνω, περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαβαίνω: переходить, переступать (τάφρον Hom.).