ἐκτελείω: Difference between revisions
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(11) |
(2) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκτελείω]] (Α)<br />επικ. τύπ. του [[εκτελώ]]. | |mltxt=[[ἐκτελείω]] (Α)<br />επικ. τύπ. του [[εκτελώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκτελείω:''' эп. = [[ἐκτελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 780] p. = ἐκτελέω, Il. 9, 493 Od. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξετέλειον;
c. ἐκτελέω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.
Greek Monolingual
ἐκτελειῶ και ἐκτελεῶ (-όω) επιτατ. του τελειώ (Α)
κάνω κάτι τέλειο, τελειοποιώ.
Greek Monolingual
ἐκτελείω (Α)
επικ. τύπ. του εκτελώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτελείω: эп. = ἐκτελέω.