ἐλλεδανός: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(11) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλλεδανός]], ο (Α)<br />[[δεσμός]] με τον οποίο έδεναν τα δεμάτια τών σπαρτών. | |mltxt=[[ἐλλεδανός]], ο (Α)<br />[[δεσμός]] με τον οποίο έδεναν τα δεμάτια τών σπαρτών. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλλεδᾰνός:''' ὁ сноповязальный жгут Hom., HH, Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A band for binding corn-sheaves, in pl., Il.18.553, h.Cer. 456, Hes.Sc.291: sg., in Suid.
English (Autenrieth)
(εἴλω): straw band for bundles of grain, Il. 18.553†.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [plu. dat. -οῖσι Il.18.553]
agr. vencejo c. el que se atan las gavillas, plu. ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο Il.l.c., cf. h.Cer.456, Hes.Sc.291.
Greek Monolingual
ἐλλεδανός, ο (Α)
δεσμός με τον οποίο έδεναν τα δεμάτια τών σπαρτών.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλεδᾰνός: ὁ сноповязальный жгут Hom., HH, Hes.