ἔλυμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἔλυμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] φυτού της οικογένειας τών αγρωστιδών που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις περιοχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φρυγικός]] [[αυλός]] από [[ξύλο]] πύξου με κεράτινο [[επιστόμιο]]<br /><b>2.</b> η [[θήκη]] της κιθάρας και του τόξου..
|mltxt=ο (Α [[ἔλυμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] φυτού της οικογένειας τών αγρωστιδών που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις περιοχές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φρυγικός]] [[αυλός]] από [[ξύλο]] πύξου με κεράτινο [[επιστόμιο]]<br /><b>2.</b> η [[θήκη]] της κιθάρας και του τόξου..
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλῠμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> (тж. ἔλυμοι αὐλοί) элим (фригийская свирель из букового дерева) Soph.;<br /><b class="num">2)</b> просо Arph., Polyb.
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλῠμος Medium diacritics: ἔλυμος Low diacritics: έλυμος Capitals: ΕΛΥΜΟΣ
Transliteration A: élymos Transliteration B: elymos Transliteration C: elymos Beta Code: e)/lumos

English (LSJ)

ὁ, (ἐλύω)

   A case, quiver, Hsch.    II a kind of Phrygian pipe, made of box-wood, with a horn tip and bend in the left pipe, ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450,644, Call.Com.18; used by the Cyprians, Cratin.Jun.3.    III ἔλυμος, ἡ (masc. in pl., Procop.Pers.1.12), = μελίνη, millet, Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.398, Plb.2.15.2, OGI55.16 (Telmessus, iii B.C.), Str.12.3.15, Dsc.2.98.

German (Pape)

[Seite 803] ὁ, 1) Hülle, Bedeckung, Futteral, bes. für die Cither u. den Bogen, Hesych. – 2) eine Art Flöte aus Buchsbaum, Soph. u. Callias bei Ath. IV, 176 f. – 3) eine Getreideart, = μελίνη, italienische Hirse, Hippocr., Pol. 2, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλῠμος: ὁ, (ἐλύω) «ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου θήκη» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος Φρυγίου αὐλοῦ πεποιημένου ἐκ πύξου μετ’ ἐπιστομίου ἐκ κέρατος, ἔλυμοι αὐλοὶ Σοφ. Ἀποσπ. 398, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 7· ἐχρῶντο δὲ τῷ αὐλῷ τούτῳ καὶ οἱ Κύπριοι, Κρατῖνος ὁ νεώτερ. ἐν «Θηραμένει» 1. ΙΙΙ. εἶδος δημητριακοῦ καρποῦ, ἀλλαχοῦ μελίνη, Ἱππ. 638. 2, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 351, Πολύβ. 2. 15, 2. Ἴδε Δράκοντα σ. 68, 15.

Spanish (DGE)

(ἔλῠμος) -ον
mús.
1 curvado, curvo ἔλυμοι αὐλοί S.Fr.450, 644, Call.Com.23, Cratin.Iun.3, tb. llamadas Φρύγιοι αὐλοί Ath.176f, cf. Poll.4.74
subst. ἔλυμοι· τὰ πρῶτα τῶν αὐλῶν, ἀφ' ὧν ἡ γλωσσίς Hsch.
2 tal vez cierto instrumento de cuerda Ath.636f.
3 subst. ὁ ἔ. funda o estuche de la cítara y el arco, Hsch.s.u. εἴλυμοι, cf. εἴλυμα 2.

• Etimología: v. εἰλύω. < ἔλῠμος Ἔλυμος > ἔλῠμος, -ου, ὁ, ἡ
bot. panizo, mijo de Italia, Setaria italica (L.) Beauv., Hp.Mul.2.110, Ar.Fr.413, Thphr.HP 4.4.10, TAM 2.1.16 (Telmeso III a.C.), Plb.2.15.2, Str.12.3.15, Dsc.2.98, Gal.6.351, 15.454, Artem.1.68, Paus.6.26.8, Aët.2.266, cf. ἔλυμος· σπέρμα, ὃ ἕψοντες οἱ Λάκωνες ἐσθίουσιν Hsch.

• Etimología: De *H2elH1- ‘moler’ y rel. c. ἄλευρον, ἀλετών, etc. c. distinto grado vocálico.

Greek Monolingual

ο (Α ἔλυμος)
νεοελλ.
ονομασία φυτού της οικογένειας τών αγρωστιδών που φύεται σε παραθαλάσσιες αμμώδεις περιοχές
αρχ.
1. φρυγικός αυλός από ξύλο πύξου με κεράτινο επιστόμιο
2. η θήκη της κιθάρας και του τόξου..

Russian (Dvoretsky)

ἔλῠμος:1) (тж. ἔλυμοι αὐλοί) элим (фригийская свирель из букового дерева) Soph.;
2) просо Arph., Polyb.