ἔμπα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. ἔμπᾱς. | |lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. ἔμπᾱς. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπα:''' adv. Pind., Soph. = [[ἔμπας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.———————— (II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.
Greek Monotonic
ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.