ἔμφοβος: Difference between revisions
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
(4) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμφοβος:''' -ον (ἐν), [[τρομακτικός]], [[φρικτός]], Λατ. [[formidolosus]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἔμφοβος:''' -ον (ἐν), [[τρομακτικός]], [[φρικτός]], Λατ. [[formidolosus]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμφοβος:''' <b class="num">1)</b> наводящий ужас, страшный (θεαί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> прихоздщий в ужас: ἔ. γενόμενος NT испугавшийся. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A terrible, θεαί S.OC39. II Pass., in fear, timorous, ὕπειξις τῆς ψυχῆς Thphr.Char.25.1; terrified, frightened, LXX Si.19.24, Ev.Luc.24.5, al., Bull.Soc.Alex.6.45. Adv. -βως Hsch. s.v. ὀρρωδέως.
German (Pape)
[Seite 820] 1) in Furcht stehend, gefürchtet, Soph. O. C. 39. – 2) in Furcht, furchtsam, LXX.; gottesfürchtig, K. S. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφοβος: -ον, ὁ ἐμποιῶν φόβον, Λατ. formidolosus, αἱ γὰρ ἔμφοβοι θεαὶ σφ’ ἔχουσι Σοφ. Ο. Κ. 39. ΙΙ. παθ., ὁ ἐν φόβῳ, πεφοβημένος, ἔντρομος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΘ΄, 24). - Ἐπίρρ. -βως, Ἡσύχ. ἐν λέξει ὀρρωδέως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui inspire la crainte, terrible.
Étymologie: ἐν, φόβος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1asustado, temeroso, sobrecogido al ver a un león, Aesop.49.2, cf. Vett.Val.58.2
•del temor reverencial ante la divinidad y lo sobrenatural, esp. jud.-crist. ἔμφοβοι γενομένοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν aterrados, creían ver un espíritu, Eu.Luc.24.37, cf. Apoc.11.13, Act.Ap.10.4, 24.25, Eus.M.22.996C, κρείττων ἡττώμενος ἐν συνέσει ἔ. es preferible el corto de inteligencia que teme (a Dios) LXX Si.19.24, cf. Suppl.Mag.46.13, ἀσεβῶν καταπιπτόντων, δίκαιοι ἔμφοβοι γίνονται cuando los impíos tropiezan, los justos temen Basil.Ep.22.3 (p.57), μετὰ χαρᾶς ἔμφοβοι Cyr.H.Catech.14.13, ἦθος MAMA 8.321.7 (Iconion, crist.).
2 aterrorizante, terrible θεαί de las Euménides, S.OC 39, σεμνὸν δὲ δὴ ἢ ἔμφοβον τί ἐν τούτοις; de unas estatuas, Philostr.VA 6.19, cf. Iambl.Protr.20 (p.129).
II adv. -ως con temor, reverencialmente ante la divinidad o Dios οὗ οἱ δαίμονες ἀκούσαντες τοῦ ὀνόματος ἔ. φοβοῦνται Suppl.Mag.47.13, ταῖς ἁγίαις γραφαῖς ... ἐ. ἀκολουθεῖν Eus.Marcell.2.19 (p.125), cf. Ath.Al.Syn.23.10, Basil.M.30.776A.
English (Strong)
from ἐν and φόβος; in fear, i.e. alarmed: affrighted, afraid, tremble.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμφοβον,(φόβος), thrown into fear, terrified, affrighted: ); Theophrastus, char. 25 (24), 1; (inspiring fear, terrible, Sophocles O. C. 39.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἔμφοβος, -ον)
φοβισμένος, τρομαγμένος, έντρομος
αρχ.
1. τρομερός φοβερός, αυτός που εμπνέει φόβο
2. αυτός που κατέχεται από θείο φόβο.
επίρρ...
εμφόβως
με φόβο, φοβισμένα, δειλά.
Greek Monotonic
ἔμφοβος: -ον (ἐν), τρομακτικός, φρικτός, Λατ. formidolosus, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφοβος: 1) наводящий ужас, страшный (θεαί Soph.);
2) прихоздщий в ужас: ἔ. γενόμενος NT испугавшийся.