ἐκσῴζω: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σώζω]] από τον κίνδυνο, [[κρατώ]] κάποιον ασφαλή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκσ. τινά τινος</i>, γλιτώνω κάποιον από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς [[φάος]], [[οδηγώ]], [[φέρνω]] με [[ασφάλεια]] κάποιον στο φως, στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, [[σώζω]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή [[σώζω]] για τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]] για [[ασφάλεια]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σώζω]] από τον κίνδυνο, [[κρατώ]] κάποιον ασφαλή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκσ. τινά τινος</i>, γλιτώνω κάποιον από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς [[φάος]], [[οδηγώ]], [[φέρνω]] με [[ασφάλεια]] κάποιον στο φως, στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, [[σώζω]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή [[σώζω]] για τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]] για [[ασφάλεια]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσῴζω:''' спасать, избавлять (τινά Soph., Her.; τινὰ [[χερός]] τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.): ἐκοῶσαί τινα εἰς [[φάος]] νεκρῶν [[πάρα]] Eur. вывести кого-л. из страны мертвых на свет; med. спасать для себя или спасаться; ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. искать убежища на острове; βίοτον ἐ. Aesch. спасать свою жизнь; ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἐκσαόω (q.v.) :—
A preserve from danger, keep safe, Hdt. 9.107, S.Aj.1128, etc.; ἐ. Αἰγίσθου χερός E.El.28 ; ἐ. τινὰ ἐς φάος νεκρῶν πάρα to bring him safe.., Id.HF1222 ; τινὰ ἐκ κινδύνων Pl.Grg. 486b :—Med., save oneself, Hdt.2.107 ; also, save for oneself, ὡς.. βίοτον ἐκσωσοίατο A.Pers.360 ; κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται [δένδρα] S.Ant. 713 :—Pass., ὅταν..νῆσον ἐκσῳζοίατο when they fled for safety to the island, A.Pers.451 ; πῶς ἐξεσώθης E.Supp.751.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσῴζω: Ἐπ. ἐκσαόω (ὃ ἴδε): μέλλ. -σώσω: ―διασῴζω, διαφυλάττω ἐκ κινδύνου, διατηρῶ ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 9. 107, Σοφ. Αἴ. 1128, κτλ.· ἐκσ. τινά τινος, σῴζω τινὰ ἔκ τινος, Εὐρ. Ἠλ. 28· ὅτ’ ἐξέσωσάς μ’ εἰς φάος νεκρῶν πάρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1222· τινὰ ἐκ κινδύνων Πλάτ. Γοργ. 486Β: ― Μέσ., σῴζω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 107· ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, ὡς... βίοτον ἐκσωσοίατο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται δένδρα Σοφ. Ἀντ. 713: ― Παθ., ὅταν... νεῶν φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο, ὅταν νικηθέντες ἐν τῇ ναυμαχίᾳ οἱ ἐχθροὶ προσπαθήσωσι νὰ εὕρωσι καταφύγιον ἐν τῇ νήσῳ κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 451· οὕτως, ἐξεσώθης Εὐρ. Ἱκ. 751.
French (Bailly abrégé)
sauver de : τινα ἔκ τινος sauver qqn d’un danger;
Moy. ἐκσῴζομαι;
1 intr. se tirer d’un danger : ἐκσ. νῆσον ESCHL gagner pour sa sûreté une île, se sauver ou se réfugier dans une île;
2 tr. sauver : βίοτον ESCHL sa vie.
Étymologie: ἐκ, σῴζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [med. pres. opt. 3a plu. ἐκσῳζοίατο A.Pers.451; aor. opt. 3 plu. ἐκσωσοίατο A.Pers.360] tr.
I 1salvar, poner a salvo θεὸς ... με S.Ai.1128, τὸν ἀδελφεόν Hdt.9.107, ναῦν Plb.16.4.6, τὸ πλοῖον Act.Ap.27.39, καλὰν δ' ἐκσώζων γενέτᾳ χάριν preservando esta hermosa muestra de gratitud hacia su padre, IEphesos 1628.9 (I d.C.)
•c. gen. c. o sin prep. salvar de νιν ἐξέσωσεν Αἰγίσθου χερός lo salvó de la mano de Egisto E.El.28, cf. Lyc.613, ἐξέσωσάς μ' ἐς φάος νεκρῶν πάρα me salvaste del mundo de los muertos, sacándome a la luz E.HF 1222, ἐκσῶσαι ἐκ τῶν ... κινδύνων ... ἑαυτόν Pl.Grg.486b.
2 en v. med. salvar, conservar para sí βίοτον A.Pers.360, de un árbol κλῶνας ... ἐκσῴζεται mantiene a salvo sus ramas S.Ant.713, parodiado por Eup.260.24.
3 en v. med. arribar, llegar a salvo a ὅταν ... ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο cuando ... los enemigos desembarcaran sanos y salvos en la isla A.Pers.451.
II intr. en v. med.-pas. salvarse πῶς ἐξεσώθης; ¿cómo te salvaste? E.Supp.751, οἱ δὲ πρεσβευταὶ παραδόξως ἐξεσώθησαν los embajadores se salvaron contra lo previsto Plb.15.2.15.
Greek Monotonic
ἐκσῴζω: μέλ. -σω, σώζω από τον κίνδυνο, κρατώ κάποιον ασφαλή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐκσ. τινά τινος, γλιτώνω κάποιον από κάποιον άλλο, σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς φάος, οδηγώ, φέρνω με ασφάλεια κάποιον στο φως, στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, σώζω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή σώζω για τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε φυγή για ασφάλεια, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσῴζω: спасать, избавлять (τινά Soph., Her.; τινὰ χερός τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.): ἐκοῶσαί τινα εἰς φάος νεκρῶν πάρα Eur. вывести кого-л. из страны мертвых на свет; med. спасать для себя или спасаться; ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. искать убежища на острове; βίοτον ἐ. Aesch. спасать свою жизнь; ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви.