ἔμφωνος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν. | |lsmtext='''ἔμφωνος:''' -ον (ἐν, [[φωνή]]), αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], [[βροντόφωνος]], ε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμφωνος:''' обладающий зычным голосом, громогласный ([[κῆρυξ]] Xen. - v. l. [[εὔφωνος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A vocal, Ael.NA15.27.
German (Pape)
[Seite 821] stimmbegabt, Xen. Hell. 2, 4, 20, vom Herold, mit der v. l. εὔφωνος; von Thieren, Ael. H. A. 15, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφωνος: -ον, ἔχων φωνήν, φωνητικός, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 doué de la voix;
2 qui a une voix sonore.
Étymologie: ἐν, φωνή.
Spanish (DGE)
-ον
parlante, dotado de voz (ἄνθρωποι) Ael.NA 7.17, (ὄρνιθες) Ael.NA 15.27, αὐλός Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales Par.Pal.20.1.
Greek Monolingual
ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.
Greek Monotonic
ἔμφωνος: -ον (ἐν, φωνή), αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος, ε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφωνος: обладающий зычным голосом, громогласный (κῆρυξ Xen. - v. l. εὔφωνος).