ἐξαλέομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰλέομαι:''' αποθ., [[φυλάγομαι]] από, [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐξαλέασθαι]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐξᾰλέομαι:''' αποθ., [[φυλάγομαι]] από, [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ [[ἐξαλέασθαι]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰλέομαι:''' уклоняться, остерегаться, избегать (sc. λέοντα Hom. - in tmesi, Διὸς νόον Hes.; χρησμόν Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλέομαι Medium diacritics: ἐξαλέομαι Low diacritics: εξαλέομαι Capitals: ΕΞΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exaléomai Transliteration B: exaleomai Transliteration C: eksaleomai Beta Code: e)cale/omai

English (LSJ)

   A beware of, avoid, escape, ἔκ τ' ἀλέοντο Il.18.586; mostly in Ep. aor. 1 inf., Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, cf. 758,802, Orac. ap.Ar.Eq.1080: abs., τάων οὔτινά φημι διαμπερὲς ἐ. A.R.2.319, cf. 3.466: pres. ἐξαλέονται Q.S.2.385.—Ep. word, cf. sq.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλέομαι), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰλέομαι: φυλάττομαι ἀπό τινος, ἐκκλίνω, ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· ὡσαύτως μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. λέξις, πρβλ. τὸ ἑπομ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc. ou gén..
Étymologie: ἐξ, ἀλέομαι.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰλέομαι) • Alolema(s): ἐξᾰλεύομαι S.Ai.656 (cód., pero cf. ἐξαλύσκω)
evitar, escapar a c. ac. οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, πέμπτας δ' ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί evita los quintos días, pues (son) duros y terribles Hes.Op.802, ἀμυδρὴν χοιράδ' ἐξαλεύμενος Archil.229, Κυλλήνην Orác. en Ar.Eq.1080, ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.l.c., φράζεο δ' ὅππως χεῖρας ἐμὰς ... ἐξαλέοιο A.R.1.490, οὐ γάρ κε κακὸν μόρον ἐξαλέαισθε A.R.2.339, βλαβερὸν δάκος Nic.Th.121, cf. Opp.H.5.104, ἐπεὶ Θέμιν οὔ ποτ' ἀλιτροὶ ἀνέρες ἐξαλέονται Q.S.13.370, cf. 2.385, c. or. inf. μηδ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν, μάλα δ' ἐξαλέασθαι y no orines en las fuentes, guárdate bien (de ello) Hes.Op.758, c. compl. τάων οὔ τινά φημι διαμπερὲς ἐξαλέασθαι afirmo que nadie ha escapado a través de ellas ref. a las rocas Cianeas, A.R.2.319, c. gen. κακοῦ ἐξαλέασθε Cod.Vis.Pat.16
abs. evitar, esquivar ὑλάκτεον ἔκ τ' ἀλέοντο los perros a los leones Il.18.586 (tm.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐξαλέομαι (Α) αλέομαι
φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον.

Greek Monotonic

ἐξᾰλέομαι: αποθ., φυλάγομαι από, αποφεύγω, διαφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἐξαλέασθαι, σε Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰλέομαι: уклоняться, остерегаться, избегать (sc. λέοντα Hom. - in tmesi, Διὸς νόον Hes.; χρησμόν Arph.).