ἐπιείσομαι: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιείσομαι:''' μέλ. του [[ἔπειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]])· -[[ἐπιεισάμενος]], μτχ. αορ. αʹ | |lsmtext='''ἐπιείσομαι:''' μέλ. του [[ἔπειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]])· -[[ἐπιεισάμενος]], μτχ. αορ. αʹ | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιείσομαι:''' эп. fut. к [[ἔπειμι]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἐπιεισάμενος, only fut. and aor.,
A rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι 11: perh. fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).
English (Autenrieth)
see ἔπειμ Od. 9.2.
Greek Monolingual
ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].
Greek Monotonic
ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.