ἐπιμηνίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμηνίω:''' είμαι οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου, <i>Πριάμῳ ἐπεμήνῐε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπιμηνίω:''' είμαι οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου, <i>Πριάμῳ ἐπεμήνῐε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμηνίω:''' сердиться, гневаться (τινί Hom.).
}}
}}

Revision as of 20:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμηνίω Medium diacritics: ἐπιμηνίω Low diacritics: επιμηνίω Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΩ
Transliteration A: epimēníō Transliteration B: epimēniō Transliteration C: epiminio Beta Code: e)pimhni/w

English (LSJ)

   A to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.

German (Pape)

[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.

French (Bailly abrégé)

être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.

English (Autenrieth)

only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.

Greek Monolingual

ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].

Greek Monolingual

ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.

Greek Monotonic

ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμηνίω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).