ἐπιθεάζω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιθεάζω:''' = το επόμ., <i>ἐπιθεάζων</i>, με κατάρες, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπιθεάζω:''' = το επόμ., <i>ἐπιθεάζων</i>, με κατάρες, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθεάζω:''' слать проклятия, проклинать: ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθεάζων (v. l. ἐπιθειάζων) Plat. негодуя и проклиная. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἐπιθειάζω, invoke the gods against, τῷ πατρί Pherecr. 118: abs., ἀγανακτῶν καὶ ἐ. with imprecations, Pl.Phdr.241b. II. v. ἐπιθοάζω.
German (Pape)
[Seite 942] = ἐπιθειάζω, die Götter gegen Jemand anflehen, Jemanden verwünschen; καὶ ἀγανακτῶ Plat. Phaedr. 241 b; ἀρᾶται κἀπιθεάζει τῷ πατρί Phereer. bei Eustath. Od. 1438 u. B. A. 442; bei Suid. steht auch hier ἐπιθειάζει.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπιθειάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθεάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος»)
2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε-άζω (< θεός)].
Greek Monotonic
ἐπιθεάζω: = το επόμ., ἐπιθεάζων, με κατάρες, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθεάζω: слать проклятия, проклинать: ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθεάζων (v. l. ἐπιθειάζων) Plat. негодуя и проклиная.