ἐπιπαρανέω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπαρανέω:''' [[επισωρεύω]] [[ακόμη]] περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπιπαρανέω:''' [[επισωρεύω]] [[ακόμη]] περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπαρανέω:''' (еще больше, сверх того) нагромождать, накоплять (sc. ὕλης φακέλλους Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A heap up still more besides, Th.2.77.
German (Pape)
[Seite 968] (s. νέω), noch mehr aufhäufen, Thuc. 2, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρανέω: ἔτι μᾶλλον ἐπισωρεύω, Θουκ. 2. 77.
French (Bailly abrégé)
entasser encore par-dessus.
Étymologie: ἐπί, παρανέω.
Greek Monolingual
ἐπιπαρανέω (Α) παρανέω
συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπιπαρανέω: επισωρεύω ακόμη περισσότερο, επισυσσωρεύω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπαρανέω: (еще больше, сверх того) нагромождать, накоплять (sc. ὕλης φακέλλους Thuc.).