ἑπτάμιτος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπτάμῐτος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] χορδές, [[επτάχορδος]], σε Λουκ., Ανθ. | |lsmtext='''ἑπτάμῐτος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[εφτά]] χορδές, [[επτάχορδος]], σε Λουκ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτάμῐτος:''' семиструнный ([[λύρα]] Luc.; [[κιθάρα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A seven-stringed, Luc.Astr.10 ; κιθάρη AP9.250 (Honest.).
German (Pape)
[Seite 1012] κιθάρα, siebenfädig, -faitig, Onest. 6 (IX, 250); λύρα, Luc. astrol. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάμῐτος: -ον, ἑπτάχορδος, ἡ δὲ λύρη ἑπτάμιτος ἐοῦσα κτλ. Λουκ. περὶ τῆς Ἀστρολ. 17, Ἀνθ. Π. 9. 250.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de sept fils ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, μίτος.
Greek Monolingual
ἑπτάμιτος, -ον (Α)
1. με επτά μίτους, κλωστές
2. με επτά χορδές.
Greek Monotonic
ἑπτάμῐτος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά χορδές, επτάχορδος, σε Λουκ., Ανθ.