ἐργολαβία: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐργολαβία]]) [[εργολάβος]]<br />[[ανάληψη]] εκτελέσεως έργου με [[αμοιβή]] συμφωνημένη κατ’ [[αποκοπή]] («[[εργολαβία]] τροφοδοσίας στρατού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]] ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, [[λόγια]] κ.λπ., [[ερωτοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κερδοσκοπία]]. | |mltxt=η (AM [[ἐργολαβία]]) [[εργολάβος]]<br />[[ανάληψη]] εκτελέσεως έργου με [[αμοιβή]] συμφωνημένη κατ’ [[αποκοπή]] («[[εργολαβία]] τροφοδοσίας στρατού»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδίωξη]] ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, [[λόγια]] κ.λπ., [[ερωτοτροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κερδοσκοπία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐργολᾰβία:''' ἡ<b class="num">1)</b> принятие заказа: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας [[ἕνεκα]] Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;<br /><b class="num">2)</b> заработок, доход (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A contract for the execution of work, πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι [λόγους] Isoc.5.25 : pl., Ath.Mitt.51.29 (Samos), Plu.Cat.Ma.19. II profitmaking, ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένειν ἐν τῷ μαθήματι D.S.2.29, cf. Lib.Decl.23.20.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, = ἐργολάβεια, so λόγους πρὸς ἔνδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι, d. i. um Geld zu verdienen, aus Gewinnsucht, Isocr. 5, 25; ἐργολαβίας ἕνεκα D. gie. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργολᾰβία: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου ἐπὶ ὡρισμένῃ ἀμοιβῇ, παρὰ τοῖς ῥήτορσι, κερδοσκοπία, πρὸς ἐπίδειξιν καὶ πρὸς ἐργολαβίαν γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· ἐργολαβίας ἕνεκεν παραμένουσιν ἐν τῷ μαθήματι Διόδ. 2. 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
contrat pour l’exécution d’un travail.
Étymologie: ἐργολάβος.
Greek Monolingual
η (AM ἐργολαβία) εργολάβος
ανάληψη εκτελέσεως έργου με αμοιβή συμφωνημένη κατ’ αποκοπή («εργολαβία τροφοδοσίας στρατού»)
νεοελλ.
επιδίωξη ερωτικής συνεννοήσεως με βλέμματα, λόγια κ.λπ., ερωτοτροπία
αρχ.
κερδοσκοπία.
Russian (Dvoretsky)
ἐργολᾰβία: ἡ1) принятие заказа: πρὸς ἐργολαβίαν Isocr., ἐργολαβίας ἕνεκα Diod. и ἀπ᾽ ἐργολαβίας Plut. по заказу, за плату;
2) заработок, доход (αἱ περί τι ἐργολαβίαι Plut.).