ἐπίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτοκος]], -ον)<br />(για [[γυναίκα]] ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]], [[καρποφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτοκος]], -ον)<br />(για [[γυναίκα]] ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]], [[καρποφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίτοκος:''' <b class="num">1)</b> близкая к родам (αἶγες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты.
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτοκος Medium diacritics: ἐπίτοκος Low diacritics: επίτοκος Capitals: ΕΠΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: epítokos Transliteration B: epitokos Transliteration C: epitokos Beta Code: e)pi/tokos

English (LSJ)

ον, (τόκος I)

   A near childbirth, Hp.Superf.17, Antiph.306 (condemned by Phryn. 310), Arist.HA573a2, etc.: heterocl. acc. sg. ἐπίτοκα IG5(1).1390.33 (Andania).    2 fruitful, having borne children, Hp.Epid.6.8.32.    II (τόκος II) bearing interest upon interest, τόκοι ἐ. compound interest, Pl. Lg.842d.

German (Pape)

[Seite 994] 1) der Geburt, der Niederkunft nahe, von Phryn. 333 als unattisch für ἐπίτεξ verworfen, doch mit einer Stelle aus Antiphan. com. belegt, s. Arist. H. A. 6, 18 auch von Thieren, wie Plut. es. carn. 2, 1. – 2) Zinsen tragend, τόκοι ἐπίτοκοι, die wieder Zinsen tragen, Zins auf Zins, Plat. Legg. VIII, 842 d; δάνεισμα Poll. 8, 141.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτοκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐγγὺς τοῦ τεκεῖν, «ἐπίτοκος ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδός, δέον ἐπίτεξ εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) γόνιμος, τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε ἐπίτεξ. ΙΙ. (τόκος ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτοκος: 1) близкая к родам (αἶγες Arst.);
2) отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты.