δάνεισμα

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάνεισμα Medium diacritics: δάνεισμα Low diacritics: δάνεισμα Capitals: ΔΑΝΕΙΣΜΑ
Transliteration A: dáneisma Transliteration B: daneisma Transliteration C: daneisma Beta Code: da/neisma

English (LSJ)

-ατος, τό, = δάνειον (loan), δάνεισμα ποιεῖσθαι = δανείζεσθαι (contract a loan, get a loan), Th.1.121; τῶν μαρτύρων τῶν παραγιγνομένων τῷ δ. D.35.9: metaph., οἷον δάνεισμα καὶ μόρια τοῦ μεγάλου κόσμου Gal.19.159.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 préstamo a interés δ. ... ποιήσασθαι Th.1.121, cf. I.AI 18.163, δοθῆναι I.AI 18.164, τοῦ δανεισθέντος ἑκάστῳ δανείσματος Ph.1.227, δ. πράττειν conseguir un préstamo Iust.Nou.4.1
formalización de un préstamo τῶν μαρτύρων τῶν παραγενομένων τῷ δανείσματι D.35.9, fig. οἷον δάνεισμα καὶ μόρια τοῦ μεγάλου κόσμου Gal.19.159.
2 fig., plu. aportación c. gen. subjet. τὰ τοῦ ἀνδρὸς δανείσματα al matrimonio, Iust.Nou.53.6, cf. 3 praef.

German (Pape)

[Seite 522] τό, dasselbe, Plat. Legg. IV, 717 c u. Folgde; δ. ποιεῖσθαι, eine Anleihe machen, Thuc. 1, 121.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prêt d'argent à intérêts ; δάνεισμα ποιεῖσθαι THC = δανείζεσθαι, faire un emprunt à intérêts.
Étymologie: δανείζω.

Russian (Dvoretsky)

δάνεισμα: ατος τό Thuc., Plat., Dem. = δάνειον, заем, заём.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάνεισμα -ατος, τό [δανείζω] lening:. δ. ποιεῖσθαι een lening afsluiten Thuc. 1.121.3.

Greek Monolingual

το (AM δάνεισμα) δανείζω
ο δανεισμός
αρχ.
1. η παροχή
2. φρ. «δάνεισμα ποιοῦμαι» — δανείζομαι.

Greek Monotonic

δάνεισμα: -ατος, τό (δανείζω), δάνειο, πίστωση· δ. ποιεῖσθαι = δανείζεσθαι (με Μέσ. σημασία), σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

δάνεισμα: τό, = δάνειον, δ. ποιεῖσθαι = δανείζεσθαι, Θουκ. 1. 121· τῶν μαρτύρων τῶν παραγιγνομένων τῷ δανείσματι Δημ. 925. 24.

Translations

Arabic: قَرْض‎, إِعَارَة‎; Armenian: վարկ; Aromanian: mprumut; Asturian: empréstamu; Azerbaijani: borc, kredit; Bengali: ধার; Bulgarian: заем; Catalan: préstec; Chinese Mandarin: 貸款, 贷款, 借款; Czech: půjčka; Dutch: lening; Esperanto: prunto; Estonian: laen; Faroese: lán; Finnish: laina; French: prêt, emprunt; Galician: préstamo, empréstito; Georgian: სესხი; German: Anleihe, Darlehen; Greek: δάνειο; Ancient Greek: δάνειον; Hungarian: kölcsön; Irish: iasacht; Italian: prestito, mutuo; Japanese: 貸付け, ローン, 貸付金; Kazakh: қарыз; Korean: 대부, 대콴(貸款); Latin: mutuum, creditum; Latvian: aizņēmums; Luhya: kumukopo; Maori: moni tārewa, moni whakatārewa; Meru: irandu; Navajo: aʼilyé; Norman: prêt'tie; Norwegian: lån; Persian: قرض‎, وام‎; Polish: pożyczka; Portuguese: empréstimo; Romanian: împrumut; Russian: заём, ссуда, кредит; Scottish Gaelic: iasad, coingheall; Slovak: pôžička; Spanish: préstamo; Swahili: mkopo; Swedish: lån; Telugu: ఋణము, అప్పు; Turkish: borç, kredi; Ukrainian: позика, кредит; Urdu: اُدھار‎, قرض‎, قرضہ‎; Walloon: prustaedje, pret; Welsh: benthyciad