ἐτνοδόνος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτνοδόνος:''' -ον ([[δονέω]]), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, [[τορύνη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐτνοδόνος:''' -ον ([[δονέω]]), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, [[τορύνη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτνοδόνος:''' служащий для размешивания похлебки ([[τορύνη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνοδόνος Medium diacritics: ἐτνοδόνος Low diacritics: ετνοδόνος Capitals: ΕΤΝΟΔΟΝΟΣ
Transliteration A: etnodónos Transliteration B: etnodonos Transliteration C: etnodonos Beta Code: e)tnodo/nos

English (LSJ)

ον,

   A soup-stirring, τορύνα AP6.305 (Leon.), 306 (Aristo).

German (Pape)

[Seite 1052] τορύνη, Brei erschütternd, umrührend, Conj. für ἐτνοδόκος, Leon. Tar. 14; Aristo. 1 (VI, 305. 306); vgl. Schol. Ar. Equ. 980.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνοδόνος: -ον, ὁ ἀνακυκῶν, ἀνακατώνων τὸ ἔτνος, τορύνη Ἀνθ. Π. 6. 305· ἐτνοδόνον τορύναν αὐτόθι 306.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui remue la purée.
Étymologie: ἔτνος, δονέω.

Greek Monolingual

ἐτνοδόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + -δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ-δονος].

Greek Monotonic

ἐτνοδόνος: -ον (δονέω), αυτός που ανακατεύει τον ζωμό, τορύνη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτνοδόνος: служащий для размешивания похлебки (τορύνη Anth.).