εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''εὐκαταφρόνητος:''' -ον ([[καταφρονέω]]), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, [[άξιος]] περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, [[αξιοκαταφρόνητος]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκαταφρόνητος:''' легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to be despised, contemptible, ὑπό τινος X.HG6.4.1, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam.297, Arist.Pol.1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; esp. in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. -τως Plu.Demetr.16.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταφρόνητος: -ον, ὡς και νῦν, ἄξιος καταφρονήσεως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.
Étymologie: εὖ, καταφρονέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, -ον)
ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ' ὑφ' ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-φρονητος (< κατα-φρονώ), πρβλ. αξιο-κατα-φρόνητος, δειλο-κατα-φρόνητος].
Greek Monotonic
εὐκαταφρόνητος: -ον (καταφρονέω), αυτός που περιφρονείται, καταφρονείται εύκολα, άξιος περιφρόνησης, αξιοκατάκριτος, αξιοκαταφρόνητος, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαταφρόνητος: легко внушающий презрение, т. е. совсем незначительный, маловажный Xen., Arst., Plut.