εὐθυεργής: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθυεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], σε Λουκ. | |lsmtext='''εὐθυεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με [[ακρίβεια]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθῠεργής:''' сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).
German (Pape)
[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.
Greek Monolingual
εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευ-εργής, κακο-εργής].
Greek Monotonic
εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠεργής: сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность.